19 Δεκ 2023

« Όταν το συναίσθημα συγκρατείται και μένει χωρίς αποδοχή και αναγνώριση, τότε τον λόγο παίρνει το σώμα από μόνο του και θέτει τα όριά του. Βασικός διαχωρισμός: όταν πεινάω, τρώω. Όταν αισθάνομαι, μιλώ».
Αλίκη Πανοπούλου, Εγώ και η ανάγκη μου για τροφή

Ήδη από την παιδική μας ηλικία διαμορφώνεται η σχέση μας με το φαγητό.

Αν νιώθαμε συναισθηματική ασφάλεια και αποδοχή από τους φροντιστές μας, πιθανότατα θα αποκτήσαμε και μεγαλύτερη ικανότητα να αναστείλουμε την ευχαρίστηση.

Αν ως παιδιά συνδέσαμε το γλυκό με την επιβράβευση και την παρηγοριά, είναι επόμενο να καταφεύγουμε σε αυτό αργότερα ως ενήλικες.

Αν μάθαμε να τρώμε όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι σπιτικά θρεπτικά γεύματα, αργότερα θα δίνουμε αξία στην τροφή μας.

Αν είδαμε τους γονείς μας να φροντίζονται, θα γίνει και για εμάς προτεραιότητα η αυτοφροντίδα.

Αν οι γονείς μας σέβονταν εμάς, τα συναισθήματα και τις ανάγκες μας, λογικά θα αποκτήσαμε εσωτερική εστία αξιολόγησης, οπότε και επαφή με τον οργανισμό μας, θα μάθαμε να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας χωρίς φόβο, να ακούμε το σώμα μας αν έχει χορτάσει, πότε επιθυμεί να φάει και γιατί.

Στις οικογένειες όμως όπου τα συναισθήματα του παιδιού δεν ακούστηκαν, όπου ήταν υπερβολικά πολλοί οι όροι αξίας, ως ενήλικας αργότερα το άτομο αυτό θα βιώνει υπερβολική δυσφορία με τα δυσάρεστα συναισθήματά του και θα τα εκφράζει με τη σωματοποίηση, όπως με την κατανάλωση παραπάνω φαγητού. Είναι πλέον αναμφισβήτητη η αμφίδρομη σχέση ψυχισμού και σώματος, όπως και ο φαύλος κύκλος που δημιουργείται από αυτή την σχέση – τρώμε για να καλύψουμε συναισθηματικά κενά και εξαιτίας του βάρους μας επηρεάζεται αρνητικά η διάθεσή μας.

Επιπλέον, σήμερα το στομάχι θεωρείται από πολλούς επιστήμονες ως ο δεύτερος εγκέφαλος, δεδομένου ότι μέσω του πνευμονογαστρικού νεύρου μεταφέρονται τόσες πληροφορίες στον εγκέφαλο που τις ερμηνεύει ως καλή ή κακή διάθεση.

Μερικά κυρίαρχα συναισθήματα σε σχέση με το φαγητό είναι τα παρακάτω:

  • Θυμός: τα άτομα με παραπάνω κιλά, συχνά έχουν υπερβολικά υψηλή αίσθηση καθήκοντος, φροντίζουν τους άλλους, δεν λένε ΟΧΙ, δεν διεκδικούν, είναι εν ολίγοις τα «καλά παιδιά» (people pleasers). Καμιά φορά βιώνουν καταπιεσμένο θυμό, που ίσως δεν τολμάνε να ομολογήσουν ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό. Το θυμωμένο κομμάτι του εαυτού τους μπορεί να τους οδηγήσει να φάνε υπερβολικά. Καταπίνουν με έναν τρόπο, αυτό που αδυνατούν να εκφράσουν.
  • Θλίψη: η θλίψη μπορεί να σχετίζεται με την παραμέληση, την απογοήτευση, την ταλαιπωρία που βιώνει κάθε μέρα ένας άνθρωπος που είτε έχει να διαχειριστεί μικρές ή μεγάλες στεναχώριες όπως πένθη ή δεν έχει επαρκή αποθέματα χαράς ώστε να έχει καλό ισοζύγιο για να ανταπεξέλθει στις καθημερινές υποχρεώσεις και στις δυσκολίες της ζωής.
  • Ντροπή και τύψεις: όσοι δεν καταφέρνουν να ελέγξουν το βάρος τους, θεωρούν ότι φταίνε που δεν είναι αρκετά πειθαρχημένοι κι έχουν μια βαθιά αίσθηση αναποτελεσματικότητας, αφού πιστεύουν ότι δεν διαθέτουν τις ικανότητες να ανταπεξέλθουν στον στόχο να αποκτήσουν την τέλεια εικόνα σώματος.

Τι μας σαμποτάρει όμως από το να ελέγξουμε το βάρος μας; Μερικές από τις βασικές μας ανάγκες είναι οι παρακάτω:

  • Ανάγκη για έλεγχο και ελευθερία: πολλά άτομα, ειδικά τα «υπάκουα παιδιά», επιτρέπουν στον εαυτό τους να χάσουν τον έλεγχο μοναχά στο φαγητό. Εκεί ίσως νιώθουν ελεύθεροι να παραβούν τους κανόνες και να μην υπακούσουν σε άλλα «πρέπει».
  • Ανάγκη για απόλαυση. Πόσες υπεραπασχολημένες μανούλες δεν μου ομολογούν, γεμάτες ενοχές, ότι η μοναδική ώρα της ημέρας που απολαμβάνουν με ηρεμία, είναι το βράδυ όταν κοιμηθούν όλοι, που μπορούν να φάνε τα γλυκά τους; Διεκδικούν με τον τρόπο τους το δικαίωμα στην ικανοποίηση. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι πως όταν μας λείπει η σεροτονίνη, η ορμόνη της ευτυχίας, χρειάζεται να παράξουμε ντοπαμίνη για να αντισταθμίσουμε την έλλειψη ευχαρίστησης και ικανοποίησης. Καταναλώνοντας τροφές που περιέχουν επεξεργασμένο υδατάνθρακα, λίπος, ζάχαρη και αλάτι, βιώνουμε στιγμαιία ικανοποίηση που όμως γρήγορα ξεφουσκώνει και ερχόμαστε ξανά σε επαφή με το κενό μέσα μας.
  • Ανάγκη για προστασία: συχνά το βάρος λειτουργεί ως άμυνα, κάτι σαν πανωφόρι. Αυτό που μερικοί ειδικοί μας προτρέπουν είναι να σκεφτούμε «Από τι με προστατεύει το επιπλέον βάρος μου; Τι θα ρίσκαρα αν το έχανα; Ποια είναι η ασφάλεια που μου παρέχει;» Αντί να το δούμε ως εχθρό, ας εντοπίσουμε τα οφέλη που μας παρέχει ώστε να έρθουμε σε περισσότερη επαφή με τον εαυτό μας και με τις ανάγκες του.

Σύμφωνα με τις έρευνες, η μέγιστη αντοχή σε υποθερμιδικό πρόγραμμα διατροφής του ατόμου που πάσχει από διατροφική διαταραχή είναι κατά μέσο όρο maximum δύο με τρεις μήνες. Επίσης, όσο πιο πολλές δίαιτες κάνει κάποιος, τόσο ενδυναμώνεται το αδηφάγο τέρας της υπερφαγίας. Ως μόνη λύση φαίνεται να έρθουμε σε επαφή με όσο περισσότερα κομμάτια του εαυτού μας γίνεται και τα πονεμένα και τα δυσκολεμένα και τα στερημένα από αγάπη και να μας φροντίσουμε σα να είναι αυτό μια αδιαπραγμάτευτη υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μας. Φροντίδα βέβαια δεν σημαίνει το να εφαρμόσουμε στερητικές δίαιτες αλλά το να βρούμε μες στην εβδομάδα χρόνο και χώρο για τον εαυτό μας, να μας διασφαλίσουμε στιγμές απόλαυσης και ικανοποίησης, να μάθουμε να λέμε αποφασιστικά ΟΧΙ και να διεκδικούμε.

Συμπερασματικά, το να φάμε ή να μην φάμε το σοκολατάκι δεν είναι απόδειξη ότι έχουμε τον έλεγχο του σώματός μας και της ζωής μας, δεν απαλείφει τα τραύματα του παρελθόντος, δεν είναι παρηγοριά για τις σημερινές αντιξοότητες της ζωής, είναι απλώς ένα σοκολατάκι που αν θέλουμε, έχουμε το δικαίωμα να το απολαύσουμε με όλο μας το είναι.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Lembke, A. (2021). Η γενιά της ντοπαμίνης: Αναζητώντας ισορροπία στην εποχή των απολαύσεων. Πατάκης.
Δανιηλίδου, Ν. (2023). Τι συναίσθημα θα φάμε σήμερα; Ιβίσκος
Ινζοσπέ, Τζ. (2023). Η επανάσταση της γλυκόζης, Ψυχογιός
Πανοπούλου, Αλ. (2014). Εγώ και η ανάγκη μου για τροφή, opera light