25 Ιαν 2023

Η αγάπη μας καλύπτει ανάγκες πολύ σημαντικές όπως την ασφάλεια, την οικειότητα, την συντροφικότητα, την αποδοχή και την υποστήριξη. Πώς γίνεται λοιπόν να είναι πηγή τόσων δινών;

Από την εξιδανίκευση στην απομυθοποίηση.

Στην αρχή της σχέσης οι σύντροφοι χαρακτηρίζονται από μια «θετική προκατάληψη». Όταν είμαστε ερωτευμένοι, μοιάζουμε σα να έχουμε μπει σε κατάσταση μανίας ή σα να είμαστε εθισμένοι. Έχουμε την αυταπάτη πως αν δραπετεύαμε μαζί με τον/την αγαπημένο/η μας, η ζωή θα ήταν ένας παράδεισος. Αργότερα όμως, είναι σα να αλλάζουμε γυαλιά και να βλέπουμε τον άλλο διαφορετικά.

Στην αρχή, τα κριτήρια που μετράνε περισσότερο είναι η εμφάνιση, η προσωπικότητα, η γοητεία και το χιούμορ. Στην πορεία της συμβίωσης όμως τα κριτήρια αφορούν την ικανότητα των συντρόφων να καλύψουν τα πρακτικά ζητήματα (οικονομικά, ανατροφή παιδιών, καθημερινές υποχρεώσεις) και τα συναισθηματικά (ασφάλεια, σύνδεση, κοινές εμπειρίες). Σύμφωνα με τον Aaron Beck, η ποιότητα του κοινού χρόνου, ο καταμερισμός των καθηκόντων, η ανατροφή των παιδιών, η σεξουαλική σχέση , τα προβλήματα προϋπολογισμού και τα προβλήματα με συγγενείς είναι τα πιο συχνά σημεία συγκρούσεων όταν το ζευγάρι συμβιώσει.

Ξεμπερδεύοντας το κουβάρι

Στη συμβουλευτική ζεύγους επιχειρούμε να διορθώσουμε τις παρερμηνείες, που προκαλούν συνεχείς παρεξηγήσεις στη σχέση.

Έχουμε συνηθίσει από πολύ μικρή ηλικία να ερμηνεύουμε τις συμπεριφορές των άλλων έστω και με ελάχιστες ενδείξεις, προκειμένου να αισθανόμαστε μια στοιχειώδη ασφάλεια, ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι προβλέψιμος. Το χειρότερο όλων; Από τη στιγμή που ερμηνεύουμε μια συμπεριφορά με έναν συγκεκριμένο τρόπο, δεχόμαστε την ερμηνεία μας ως απόλυτα αληθή, χωρίς καν να ελέγξουμε την αξιοπιστία της.

Ερμηνεύουμε λοιπόν την συμπεριφορά του συντρόφου μας βασισμένοι σε κάποιες ενδείξεις και όχι στην αλήθεια, που είναι ούτως ή άλλως υποκειμενική. Η αποκωδικοποίηση είναι προκατειλημμένη αφού εξαρτάται από τις δικές μας προσωπικές αξίες, τα βιώματα, τους φόβους, τις προσδοκίες όπως και την διάθεση της στιγμής. Αν παραδείγματος χάριν έχουμε τον φόβο της απόρριψης ούτως ή άλλως, μπορεί να ερμηνεύσουμε ως τέτοια τη σιωπή του συντρόφου μας ακόμη κι αν εκείνη οφείλεται σε απλή κόπωση από την εργασία του.

Η γνωστική θεραπεία κάνει λόγο για παραδοχές πχ «Αν δεν είμαι ικανή για αυτή τη δουλειά με θεωρεί ανεπαρκή γενικώς, αν είμαι ανεπαρκής, κανείς δεν θα με εκτιμήσει ποτέ». Στην θεωρία αυτή γίνεται επίσης λόγος για τις αυτόματες σκέψεις. Κάθε φορά που θυμώνουμε, υπάρχει μια αυτόματη σκέψη που φανερώνει τη σημασία του γεγονότος για εμάς. Πολλές αυτόματες σκέψεις μαζί διαμορφώνουν έναν εσωτερικό μονόλογο, που συχνά καμία σχέση δεν έχει με τον αντίστοιχο του συντρόφου μας. Μολονότι τις αυτόματες σκέψεις μας δεν τις εκφράζουμε ρητά, επηρεάζουν τον τόνο της φωνής μας και την έκφραση του προσώπου μας. Στρεβλώσεις όπως η υπεργενίκευση, η σωληνοειδής όραση (το να βλέπουμε τα πάντα με το πρίσμα που μας εξυπηρετεί), τα αυθαίρετα συμπεράσματα, το όλα – ή – τίποτα, η μεγέθυνση, οι ετικέτες, οι προκαταλήψεις, το να νομίζουμε ότι διαβάζουμε την σκέψη του άλλου, αποδυναμώνουν τη συντροφική σχέση.

Όταν πάλι υπάρχουν διαταραχές όπως κλινικό άγχος ή κατάθλιψη, η εξαγωγή αυθαίρετων συμπερασμάτων εντείνεται κατά πολύ. Οι άνθρωποι που υποφέρουν από κατάθλιψη για παράδειγμα, έχουν την τάση να ερμηνεύουν τις συμπεριφορές των άλλων με τρόπο που να θίγει τους ίδιους, όπως «Έχω αποτύχει», «Κανείς δε με αγαπάει» κλπ.

Τελικά, το πόσο λειτουργική θεωρούμε τη σχέση μας, επηρεάζεται πολύ περισσότερο από το πώς ερμηνεύουμε την συμπεριφορά του συντρόφου μας, παρά από τις πράξεις του αυτές καθαυτές. Με λίγα λόγια, η ρίζα των προβλημάτων που προκαλούν καυγάδες δεν είναι τα λόγια ή οι πράξεις των συντρόφων αλλά η σημασία που αποδίδουν σε αυτές. Αυτή η συμβολική σημασία μπορεί να κάνει την διαφορά ανάμεσα σε ένα ζευγάρι που είναι ικανοποιημένο από τη σχέση του και σε ένα που χωρίζει.

Γυναίκες από την Αφροδίτη, άντρες από τον Άρη

Οι ερευνητές έχουν εντοπίσει «φυλετικές διαφορές» τόσο στη συμβολική σημασία της επικοινωνίας όσο και στο στυλ της ομιλίας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Καταρχάς, υπάρχουν διαφορές και στον συγχρονισμό και στις παύσεις. Οι γυναίκες τείνουν να δείχνουν έντονο ενδιαφέρον όταν ακούν με επιφωνήματα, κούνημα του κεφαλιού κλπ. ενώ οι άντρες όχι. Οι γυναίκες τείνουν να κάνουν περισσότερες ερωτήσεις προκειμένου να νιώσουν συνδεδεμένες με τον ομιλητή, ενώ οι άντρες θεωρούν πως αν κάποιος θέλει να μοιραστεί κάτι, θα το κάνει μόνος του.
Όσον αφορά το περιεχόμενο, οι γυναίκες τείνουν να μιλάνε για τις σχέσεις και τα συναισθήματα, ενώ οι άντρες για τα γεγονότα, κάτι που μπορεί να τους κάνει να φαίνονται ως αντιπαθητικές «αυθεντίες». Οι γυναίκες έχουν ανάγκη να μιλάνε για τη σχέση τους με τον σύντροφό τους, ενώ εκείνος μπορεί να θεωρήσει ότι κάτω από την συζήτηση κρύβεται επίκριση, μπορεί να νιώσει ανεπαρκής ή να ανησυχήσει πως η σχέση ήδη κινδυνεύει αν χρειάζεται να μιλάνε για αυτήν.

Στο πεδίο της μάχης

Δυστυχώς, το συμβόλαιο του γάμου που διαμορφώνεται από τις προσδοκίες των δύο μερών, συνήθως ΔΕΝ διατυπώνεται ρητά, με αποτέλεσμα ο κάθε σύντροφος να αθετεί τους κανόνες που ο άλλος θεωρεί ότι έχουν τεθεί στη σχέση. Έπειτα, τείνουμε να αποδίδουμε την δυσαρέσκειά μας σε αρνητικές ιδιότητες των συντρόφου αντί σε σύγκρουση αναγκών. Όταν ξεκινάει η σχέση, έχουμε προσδοκίες σε σχέση με τα δικά μας στερεότυπα για τους συζυγικούς ρόλους και τις παιδικές μας εμπειρίες. Ειδικά με τον ερχομό του πρώτου παιδιού, ο κάθε σύντροφος έρχεται έντονα σε επαφή με τους δικούς του άρρητους κανόνες, οι οποίοι αν είναι πολύ ανελαστικοί, εκτός από σύγκρουση μπορεί να τον οδηγήσουν ακόμη και σε κατάθλιψη.

Θεωρούμε ακόμη πως ο άλλος αντιλαμβάνεται όσα για εμάς είναι αυτονόητα πχ «Αν με αγαπούσε, θα καταλάβαινε πόσο κουράζομαι και θα με βοηθούσε περισσότερο με τις δουλειές του σπιτιού». Επιπλέον, επειδή τείνουμε συχνά να είμαστε απόλυτοι, ξεχνάμε δηλαδή τις γκρίζες ζώνες, η σκέψη του «όλα – ή – τίποτα», «ποτέ» και «πάντα», μπορεί να μας κάνει να απογοητευτούμε υπερβολικά. Αν για παράδειγμα ο σύζυγός μας μας επισημάνει μια αδυναμία μας, δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι «επικριτικός», τουλάχιστον όχι πάντα και σε όλα. Είναι απαραίτητο να διατηρούμε μια ανοιχτή οπτική γωνία, ώστε να είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε γνώμη για τον/την σύντροφό μας καθώς αποκτούμε περισσότερες πληροφορίες για τη συμπεριφορά του/της. Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά που απειλείται η αίσθηση της ασφάλειάς μας μες στη σχέση, κάθε φορά που φοβόμαστε ότι ο άλλος δεν μας αγαπάει, είναι πιο πιθανό να υιοθετήσουμε μια κλειστή οπτική γωνία και να επιδιώξουμε να συγκρουστούμε.

Πολλές φορές μπορεί να επιτεθούμε στο σύντροφό μας προληπτικά γιατί φοβόμαστε ότι θα μας επιτεθεί εκείνος. Από την άλλη, τα ζητήματα αυτοεκτίμησης μπορεί να δημιουργήσουν εύκολα συρράξεις: οι σύζυγοι που αγωνιούν να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους έχουν πολλές πιθανότητες να γίνουν επιθετικοί και ανταγωνιστικοί.

Άλλες φορές εκφράζουμε τη δυσαρέσκειά μας με παθητικο-επιθετική συμπεριφορά, με σαρκασμό, επίκριση ή γκρίνια. Σαν μικρά παιδιά, θέλουμε να τιμωρούμε τον/την σύντροφό μας για τις αδικίες που θεωρούμε ότι έχουμε υποστεί και καμιά φορά η βία και ο πόλεμος που ξεσπάει, ρητός ή υπόγειος, μπορεί να μην έχει όρια.

Υπάρχει ελπίδα;

Καταρχάς, πρέπει να δίνουμε έμφαση στις συμπεριφορές του συντρόφου μας που εγκρίνουμε με Ενισχυτικά Μηνύματα – Εγώ, όχι μονάχα να μιλάμε για όσα μας ενοχλούν. ΔΕΝ είναι αυτονόητες οι συμπεριφορές που μας ευχαριστούν.

Ακόμη κι αν μόνο ο ένας από τους δύο προσπαθήσει για τη σχέση, σταματήσει δηλαδή να είναι αντιδραστικός ή και επικριτικός και παίρνει χρόνο προτού να αποκριθεί, μπορεί να επηρεάσει τη σχέση και να μετατρέψει τον φαύλο κύκλο των αλληλοκατηγοριών σε θετικό. Εξάλλου, τα χαρακτηριστικά του άλλου που μας ενοχλούν είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της σχέσης του μαζί μας.

Εκτός από την εκπαίδευση σε δεξιότητες επικοινωνίας, χρειαζόμαστε και εξάσκηση στην αμφισβήτηση των αυτόματων σκέψεων και πεποιθήσεων, αναζητώντας αντιφάσεις και πιο λογικές εκδοχές στις σκέψεις μας. Πχ «Μήπως υπάρχει κάποια εναλλακτική εξήγηση για τη συμπεριφορά του συντρόφου μου;» Έχει δηλαδή νόημα να παρατηρούμε τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις, τις αυτόματες σκέψεις που τις παρήγαγαν και τις αντίστοιχες εναλλακτικές σκέψεις.

Όπως υποστηρίζει και η Sue Johnson, οι καυγάδες μεταξύ ζευγαριών είναι κραυγές απόγνωσης για σύνδεση. Η έκφραση τρυφερότητας και η καλλιέργεια της φιλίας μεταξύ των συντρόφων μπορεί να βελτιώσει τη σχέση σημαντικά. Είναι επίσης απαραίτητο να επενδύουμε χρόνο στη συζήτηση. Το να μιλάμε για το πώς νιώθουμε και για τη σχέση μας χωρίς να διακόπτουμε ο ένας τον άλλο, το να κάνουμε ανοιχτές ερωτήσεις στον/στη σύντροφό μας και το να κάνουμε χιούμορ, μπορεί να επηρεάσει θετικά την πορεία της σχέσης. Από αντίπαλοι, ας γίνουμε σύμμαχοι απέναντι σε συμπεριφορές που θέλουμε να αποβάλουμε: να μην είμαστε απόλυτοι, να μην προσβάλουμε, να μιλάμε για τα συναισθήματά μας αντί να επικρίνουμε ή να βάζουμε ταμπέλες ο ένας στον άλλο.

Ο χρυσός κανόνας είναι πως αν ο ένας σύντροφος ακούσει τις ανάγκες του άλλου και τις ικανοποιήσει, η σχέση θα βελτιωθεί. Επομένως, είναι απαραίτητο να μιλάμε ξεκάθαρα και συγκεκριμένα για τις ανάγκες μας και όχι για τα χαρακτηριστικά και τις συμπεριφορές του άλλου που δεν εγκρίνουμε, να μεταφράζουμε δηλαδή τα παράπονα σε ανάγκες.

Κι αν δούμε ότι ξαναμπαίνουμε στον φαύλο κύκλο; Ότι μια συζήτηση πάει να μετατραπεί σε αναποτελεσματική σύγκρουση; Είναι προτιμότερο να κάνουμε ένα διάλειμμα προτού κλιμακωθεί και να μη μιλήσουμε για λίγο, ακόμη ίσως και να φύγουμε από το δωμάτιο ώστε να βοηθήσουμε τα συναισθήματά μας να αποσυμπιεστούν.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Μπεκ, Α. Τ. (2004). Δεν αρκεί μόνο η αγάπη. Εκδόσεις Πατάκη
Johnson, S.(2014). Κράτα με σφιχτά. Επτά συνομιλίες για μια ζωή γεμάτη αγάπη. Εκδόσεις Gutenberg.
Adams, L. (2017). Τα μυστικά της αποτελεσματικής επικοινωνίας: Δεξιότητες για να βελτιώσετε τις διαπροσωπικές σας σχέσεις και αν επιτύχετε τους προσωπικούς σας στόχους. Εκδόσεις ΜΑΡΤΗΣ- GORDON HELLAS.