11 Σεπ 2020
Ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής

Ψυχιατρική και Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία: αντίπαλοι ή σύμμαχοι;

«Το να χρησιμοποιείς τη δύναμη με ταπεινότητα, και για το καλό των άλλων, είναι μια από τις πιο ηρωικές αρετές. Για τούτο και είναι τόσο σπάνια τα παραδείγματα τέτοιας χρήσης.» (Grayling, 2003:105)

Τι υποστηρίζει η κλασσική ψυχιατρική

Σύμφωνα με τον Freeth (2007), το βιοϊατρικό μοντέλο έχει σαν φιλοσοφική βάση τον «ορθολογικό θετικισμό». Η κλασική λοιπόν ψυχιατρική, οι νευροεπιστήμες, η γνωσιακή και η συμπεριφοριστική ψυχολογία υιοθετούν το μηχανιστικό παράδειγμα,  δεχόμενες τον υλισμό (ότι στη φύση όλα είναι ύλη), καθώς και τον αναγωγισμό (τη μέθοδο να απλοποιούμε στις πιο απλές μονάδες το αντικείμενο που μελετάμε ). Επαναλαμβάνεται επομένως στην ψυχιατρική το ιατρικό μοντέλο μολονότι ακόμη δε διαθέτουμε ούτε έναν εργαστηριακό έλεγχο, το οποίο σημαίνει ότι όλες οι διαγνώσεις μας σήμερα βασίζονται σε υποκειμενικές κρίσεις (Frances, 2014).

Στην κλασική ψυχιατρική, η ψυχική διαταραχή αναφέρεται ως μια ευρεία έννοια που περικλείει την ψυχική ασθένεια και τις διαταραχές προσωπικότητας, διαταραχές από εγκεφαλικές κακώσεις, καθώς και διαταραχές ανάπτυξης (π.χ. αυτισμό).

Κάποιες έννοιες και πρακτικές κλειδιά της κλασικής ψυχιατρικής είναι η διάγνωση (ταξινόμηση της «αρρώστιας» και του ατόμου που ταυτίζεται με αυτήν), το ακατανόητο (παράλογο, άνευ νοήματος ψυχοπαθολογικό φαινόμενο), η επικινδυνότητα (για τον ίδιο τον ασθενή  ή και για άλλους), η ιδρυματοποίηση και ενίοτε η χρονιότητα (όταν δεν επιδέχεται βελτίωση, τέλεια ύφεση) (Μεγαλοοικονόμου, 2017).

Τόσο η ταξινόμηση των συμπτωμάτων όσο και η διάγνωση είναι απαραίτητο εργαλείο, αφού το βιοϊατρικό μοντέλο δέχεται πως υπάρχουν συγκεκριμένες θεραπείες για συγκεκριμένες διαταραχές, δεδομένου ότι τα συμπτώματα προκαλούνται από αίτια με  βιολογική βάση. Τα δυο πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα εργαλεία ταξινόμησης είναι το DSM -V (diagnostic and statistical annual of mental disorders, American psychiatry association, 2013) και το ICD-10  (International Classification of Diseases, World Health Organization, 1992). Τα δύο αυτά εργαλεία χρησιμεύουν ως σημεία αναφοράς στη θεραπεία, τη διαχείριση και την έρευνα. Η διάγνωση είναι επίσης χρήσιμη όχι μόνο για τους ειδικούς αλλά και για τους χρήστες που μπορούν να συμμετέχουν σε ομάδες αυτοβοήθειας ή και διεκδίκησης δικαιωμάτων τους.

Το DSM, ωστόσο, επειδή ορίζει την κρίσιμη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη «φυσιολογικότητα» και στην ψυχική ασθένεια, είναι ένα εργαλείο με αναμφισβήτητη κοινωνική σημασία, δεδομένου ότι ασκεί τεράστια επίδραση στην καθημερινότητά μας, καθορίζοντας ποιός θεωρείται υγιής και ποιός ασθενής, ποιά θεραπεία είναι η πιο κατάλληλη, ποιός δικαιούται προνόμια εξαιτίας της, ποιός δικαιούται υπηρεσίες ψυχικής υγείας ή σχολικές, ακόμη και κατά πόσο κάποιος είναι εγκληματίας ή ψυχικά διαταραγμένος. (Frances, 2014).

 

Η Προσωποκεντρική Προσέγγιση

Στον αντίποδα της κλασικής ψυχιατρικής, η προσέγγιση του Rogers στην ψυχική υγεία ήταν ανθρωπιστική, αφού η ολιστική ματιά του λαμβάνει υπόψη όχι μονάχα τη βιολογική και ατομική φύση αλλά και τη σχεσιακή  και κοινωνική φύση του ατόμου. Ο Rogers μάλιστα απελπιζόταν όταν ένας θεραπευόμενος αντιμετωπιζόταν ως μια συλλογή συμπτωμάτων αντί για ένα πρόσωπο (Joseph & Worsley, 2005), οπτική που είναι ολοφάνερη και  στην εισαγωγή του «A way of being», όπου ο Yalom ανακαλεί την ομιλία του Rogers  σχετικά με την Ellen West (Rogers, 1995:vii-xviii).

Ο Rogers (1951), ήταν πεπεισμένος πως η ψυχική διάγνωση δεν ήταν μόνο ανούσια αλλά ότι μπορούσε να αποδειχτεί και επιβλαβής, γιατί θέτει την εστία αξιολόγησης και την ευθύνη έξω από τον ίδιο τον θεραπευόμενο, στον θεραπευτή, ως τον μοναδικό ειδικό. Προτείνει αντίθετα να μετατοπιστεί η εστία αξιολόγησης στον πελάτη και ταυτίζει τη διάγνωση με τη θεραπεία, αφού είναι μια διαδικασία που προχωρά με βάση την εμπειρία του θεραπευόμενου. Ο θεραπευτής λοιπόν, εφαρμόζοντας τις έξι συνθήκες, λειτουργεί ως σύντροφος στο ταξίδι του πελάτη όχι με στόχο την ίαση και την εξάλειψη των συμπτωμάτων αλλά με όχημα την τάση πραγμάτωσής του. Στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση δε δίνεται έμφαση στο «γιατί» αλλά στο «πώς» των ψυχολογικών συμπτωμάτων.

Εντούτοις, ο Rogers τονίζει πως (1957:101-2) «ενώ οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως η διάγνωση δεν είναι απαραίτητη στην ψυχοθεραπεία», παρόλα αυτά, η διάγνωση μπορεί να προσφέρει στον θεραπευτή την ασφάλεια που χρειάζεται ώστε να ενταχθεί στη σχέση.

Μολονότι η Προσωποκεντρική Προσέγγιση στη βασική της θεωρία προσωπικότητας δεν έχει μια πλήρως ανεπτυγμένη και  λεπτομερή θεωρία σχετικά με την ψυχοπαθολογία, ήδη από τα  τέλη της δεκαετίας του ’50 ο Rogers και η ομάδα του εργάστηκε στο ονομαζόμενο “Winsconsin Project” στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν (1957-1963), μετά από το οποίο έκανε πολλές σχετικές δημοσιεύσεις. Βασικό συμπέρασμα αυτής της μελέτης ήταν πως τα  υψηλά επίπεδα γνησιότητας και ενσυναίσθησης συσχετίζονται με την βελτίωση του θεραπευόμενου.

 

Συνεργασία Προσωποκεντρικής Ψυχοθεραπείας και Ψυχιατρικής

Όπως όμως δεν υπάρχει μία μόνο τάση στην ψυχιατρική (βλ. αντι-ψυχιατρικό κίνημα της δεκαετίας του ’60), έτσι και στην ανθρωπιστική προσέγγιση, μαθητές του Rogers και άλλοι ψυχοθεραπευτές χάραξαν μονοπάτια παράλληλα με αυτά της ψυχιατρικής, σε μια προσπάθεια να λειτουργήσουν προσωποκεντρικά μέσα στα πλαίσια του κατεστημένου ψυχιατρικού συστήματος.

Πιο κοντά στο βιοϊατρικό μοντέλο, αλλά δίνοντας πάντα έμφαση στο ότι ο άνθρωπος είναι μια διαδικασία σε εξέλιξη, η Warner περιγράφει τρεις τύπους διαφορετικής διαδικασίας (Warner, 2001:182-3): εύθραυστη διαδικασία, αποσυνδετική διαδικασία, ψυχωτική διαδικασία. Η ίδια ορίζει την αιτία της ψυχολογικής δυσφορίας σύμφωνα με τον Rogers, θεωρώντας πως  στην καθημερινή ζωή, τα άτομα συχνά αντιμετωπίζουν την πίεση με το να αποφεύγουν να επεξεργάζονται την εμπειρία. Σε αυτή τη διαδικασία έρχεται ο προσωποκεντρικός ψυχοθεραπευτής με ενσυναίσθηση και άνευ όρων αποδοχή στη σχέση του με  τον πελάτη να τον στηρίξει στο να επεξεργαστεί τα δύσκολα αυτά βιώματα.

Εκφράζει επίσης ανησυχίες για την φαρμακευτική αγωγή, δεδομένων των παρενεργειών, θεωρώντας πως η επεξεργασία και η νοηματοδότηση είναι τόσο κεντρικά στην ανθρώπινη ύπαρξη, που η φαρμακευτική αγωγή θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζεται η ικανότητα του πελάτη να είναι παρών στην εμπειρία του (2005, Wilkins, P.).

Άλλοι προσωποκεντρικοί ερευνητές ερμηνεύουν και συστηματοποιούν την διαταραχή ακολουθώντας τις έξι συνθήκες και όχι μόνο την ασυμβατότητα που δημιουργείται από την ενδοβολή των όρων αξίας. Ο Wilkins χαρακτηριστικά θεωρεί πως διαταραχές στην επικοινωνία (όπως αυτισμός και ειδικές ανάγκες) σχετίζονατι με την έλλειψη της 1ης συνθήκης (επαφή) και 6ης (αντίληψη), ενώ η συναισθηματική δυσφορία σχετίζεται με την έλλειψη αυθεντικότητας (2η συνθήκη) (Wilkins, P., 2005).

Ο Garry Prouty, πάει ένα βήμα παραπέρα και  διερωτάται πώς μπορεί να ασκηθεί θεραπεία όταν η 1η συνθήκη δεν συναντάται (Rogers,1959:207) εφόσον δυο άνθρωποι είναι σε επαφή «όταν ο καθένας κάνει μια διαφορά στο αντιληπτή διαφορά στο εμπειρικό πεδίο του άλλου». Ο  Prouty λοιπόν επινόησε το το pre-therapy που ορίζεται ως μια θεωρία ψυχολογικής επαφής (Prouty, 2002). Με ρίζες στη θεωρία του Rogers,  αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της θεραπείας με νοητική υστέρηση ή ψυχωτικών πληθυσμών, γιατί σύμφωνα με την εμπειρία του, αυτοί οι άνθρωποι έχουν δυσκολία στο να διαμορφώσουν διαπροσωπικές σχέσεις. Ο Prouty (2002:56-60) περιγράφει την επαφή με όρους τριών επιπέδων: αντανακλάσεις επαφής, λειτουργίες επαφής και συμπεριφορές επαφής. Στόχος του Prouty ήταν να μειώσει τη δυσφορία του πελάτη γειώνοντάς τον στην κοινή τους πραγματικότητα, ενώ συγχρόνως διαπίστωσε πως οι παραισθήσεις του πελάτη είχαν κάποιο νόημα για κείνον.

H Lambers (1994) αποκωδικοποιεί τους ψυχιατρικούς όρους με προσωποκεντρική ορολογία: οι νευρώσεις σχετίζονται άμεσα με ασυμβατότητα, η μεταιχμιακή προσωπικότητα δεν έχει συνοχή στους όρους αξίας, της λείπουν τα όρια και η προστασία, ενώ η ψύχωση προκύπτει από μια τεράστια απειλή στον εαυτό, πιθανώς από παλιότερη παραμέληση ή κατάχρηση  δύναμης.

Οι Sommerbeck και Lambers (2005, Sommerbeck, L.) τονίζουν την ανάγκη οι προσωποκεντρικοί σύμβουλοι να έρθουν πιο κοντά στο βιοϊατρικό μοντέλο ώστε να ενσωματωθούν καλύτερα στο σύστημα. Με αυτό τον τρόπο και  οι ψυχίατροι θα πειστούν από την πράξη,  δουλεύοντας με αυθεντικούς προσωποκεντρικούς ψυχοθεραπευτές. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο  Seeman (Wilkins, 2005), ενώ εκφράζει επιφυλακτικότητα για τη διάγνωση , αναγνωρίζει επιπλέον και  την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου οργανισμού (βιοχημική, φυσιολογική, γνωστική, διαπροσωπική) και επομένως τους περιορισμούς της προσωποκεντρικής προσέγγισης.

Προσωπικά με αγγίζει βαθειά η προσέγγιση του Prouty και το Pre-therapy, προσέγγιση που βρίσκω στην ουσία της  προσωποκεντρική μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινη. Δείχνει επιπλέον εμφανώς πόση αλήθεια κρύβεται πίσω από το παράλογο και πως  μπορεί και θέλει να βοηθηθεί ένας άνθρωπος ακόμη και όταν σύμφωνα με τα κοινωνικά δεδομένα είναι αποκλεισμένος. Πρόκειται για μια άκρως ελπιδοφόρα ματιά σε κάποιες από τις πιο δύσκολες περιπτώσεις (σχιζοφρένεια και νοητική υστέρηση). Επιπλέον, με τον τρόπο του σκύβει με ενδιαφέρον πάνω από τον άνθρωπο και χρησιμοποιεί το σύμπτωμα ως παραθυράκι μέσα από το οποίο θα ανακτήσει τη χαμένη επαφή και νοηματοδότηση.

Σε γενικές γραμμές θεωρώ πως έχουν νόημα οι προσεγγίσεις που με προσωποκεντρική ματιά ιδιοποιούνται τις κατηγοριοποιήσεις της κλασικής ψυχιατρικής, εκείνη όμως με την οποία σχεδόν ταυτίζεται ο τρόπος σκέψης μου είναι η Sommerbeck, η οποία θεωρεί συμπληρωματικές και παράλληλες τις υπηρεσίες ψυχοθεραπευτών και ψυχιάτρων και εστιάζει στη «διπλή ζωή» που αναγκάζεται να ζήσει ο προσωποκεντρικός σύμβουλος δεδομένου του ψυχιατρικού πλαισίου, δείχνοντας πάντα σεβασμό και ταπεινότητα προς  την κλασική ψυχιατρική (Joseph & Worsley,2005:110-121).

 

Ερωτηματικά

Μολονότι η αρχική θέση του Rogers ως προς τη βαθύτερη αιτία της ψυχοπαθολογίας φαίνεται πολύ πειστική, σε εμένα εγείρονται πολλά ερωτηματικά σε σχέση με δύο παράγοντες: πρώτον σε σχέση με τον χρόνο που απαιτείται ώστε να έχουμε αποτελέσματα από την προσωποκεντρική θεραπεία και δεύτερον σε σχέση με το δεδομένο πλαίσιο που παρέχουν τα ψυχιατρικά ιδρύματα.  Και οι δύο αυτοί περιορισμοί ανάγονται στην διάθεση πόρων. Όπως και ο ίδιος ο Frances, ένας από τους πρωτεργάτες του DSM-III παραδέχεται, η ψυχοθεραπεία, σε αντιδιαστολή με την φαρμακευτική αγωγή,  μακροπρόθεσμα  θα ήταν  πιο ωφέλιμη για τον χρήστη  και πιο οικονομική για το κράτος  (Frances, 2014). Τι γίνεται όμως όταν πρέπει να αντιμετωπίσουμε ένα οξύ περιστατικό; Πώς θα αντιμετώπιζε ένας προσωποκεντρικός σύμβουλος έναν πελάτη και ακόμη χειρότερα ένα συγγενικό πρόσωπο τη στιγμή της «κρίσης»; Πόση ενσυναίσθηση μπορεί να δείξει όταν νιώσει ότι απειλείται η ζωή του πάσχοντα ή του περιβάλλοντος του;

Επιπλέον πώς μπορούν να υποστηριχθούν οι έξι συνθήκες όταν και οι ίδιοι οι ψυχίατροι όπως οι περισσότεροι γιατροί της χώρας είναι αποκαρδιωμένοι λόγω των άθλιων συνθηκών εργασίας; Πόσο αυθεντικοί μπορούν να είναι οι σύμβουλοι όταν έχουν να παλέψουν με το τέρας της γραφειοκρατίας ; Μολονότι η προσωποκεντρική προσέγγιση προσάπτει στους ψυχιάτρους πως αποπροσωποποιούν τον πελάτη επειδή έχουν σαν γνώμονα το κατά πόσο αποκλίνει από τον  «μέσο όρο» ο ασθενής και όχι τον πελάτη σαν μοναδική οντότητα, είναι σα να μην αντιλαμβάνεται τους περιορισμούς  πόρων.

Για εμένα, οποιαδήποτε ακραία θέση είναι εξίσου επικίνδυνη – είτε η διεύρυνση της έννοιας της ψυχικής διαταραχής  και ο ανεξέλεγκτος διαγνωστικός πληθωρισμός, είτε το εντελώς αντίστροφο. Είναι χρήσιμο να συλλάβουμε τις εμπειρίες και τις κρίσεις που αποτελούν τη λεγόμενη διαταραχή σα να παρουσιάζονται πάνω σε ένα συνεχές , που πηγαίνει από χαμηλά ως υψηλά επίπεδα άγχους, δυσφορίας  και δυσλειτουργίας . Η διαχωριστική γραμμή είναι εξάλλου κάτι το αυθαίρετο, κοινωνικά καθορισμένο, και εξυπηρετεί νομικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς σκοπούς.

Δεν μπορούμε ωστόσο να αρνηθούμε την προσφορά της ψυχιατρικής τόσο όσον αφορά τη διάγνωση όσο και όσον αφορά την άμεση δράση και ανακούφιση του πόνου από κάποια φάρμακα. Δεν έχει νόημα να γίνουμε πολέμιοι της ψυχιατρικής ούτε και να ταυτιζόμαστε με τους πελάτες αλλά να δρούμε όσο περισσότερο προσωποκεντρικά γίνεται, τόσο με την ποιότητα της παρουσίας μας αλλά και με την άσκηση της συμβουλευτικής μέσα σε ένα κατά τα άλλα αφιλόξενο περιβάλλον.

 

Όταν η ψυχιατρική θέτει στο επίκεντρο τον άνθρωπο   

Μελετώντας τη βιβλιογραφία, εντοπίζω πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν πως όποτε μεταφέρεται το κέντρο αξιολόγησης από τον ειδήμονα – ιατρό στον πελάτη, ακόμη και αν δεν προέρχεται από την Προσωποκεντρική Προσέγγιση, μπορεί να επιτευχθεί η θεραπεία,  να ενεργοποιηθεί δηλαδή στο μέγιστο το δυναμικό του ανθρώπου.

Στο παράδειγμα της  αποϊδρυματοποίησης της  Λέρου, κινητήρια δύναμη ήταν να έρθει στο κέντρο ο ασθενής, να έχει υπαρξιακή αυτονομία. Βασικό στοιχείο της παρέμβασης ήταν η προτεραιότητα της προσωπικής σχέσης με το νοσηλευόμενο ως ανθρώπινη ύπαρξη στην ολότητά της και όχι ως διαγνωστική κατηγορία. Η διδακτική   εμπειρία από το παραπάνω εγχείρημα είναι πως «άνθρωποι για τους οποίους δεν είχε ποτέ αναφερθεί, μέσα στις κλινικές καρτέλες, ότι μιλούσαν, άρχισαν να ξαναθυμούνται το λόγο, ν’ αρθρώνουν με λόγο τις ανάγκες τους, να εκφράζουν συναισθήματα…ένας ακόμα πήρε εξιτήριο αργότερα και μένει τώρα με την μητέρα του στην Άρτα , αφού πρώτα είχε περάσει είκοσι χρόνια δεμένος στο κρεβάτι.» (Μεγαλοοικονόμου, 2017: 48) Μελετώντας το εγχείρημα αυτό, γίνεται ολοφάνερη η τάση πραγμάτωσης για την οποία μιλούσε ο Rogers, η οποία ωθεί ακόμη και τον αποκλεισμένο άνθρωπο, μπροστά, φτάνει να νιώσει αποδοχή και ενσυναίσθηση.

Άλλο γνωστό εγχείρημα με προσωποκεντρική χροιά είναι το «Δίκτυο ανθρώπων που ακούνε φωνές στην Ελλάδα», το οποίο  επαναπροσδιορίζει την εμπειρία που στην ψυχιατρική αποκαλείται ‘ακουστικές ψευδαισθήσεις’, θεωρώντας πως αξίζουν ερμηνείας (Καρατζαφέρης, 2016). Εμπνευσμένο από το αντίστοιχο εγχείρημα των Marius Romme & Sandra Escher, το κίνημα αυτό θέτει ως στόχο  όχι την καταπίεση των συμπτωμάτων , αλλά την υποστήριξη του ατόμου στην αλλαγή της σχέσης του μαζί τους.  Υποστηρίζεται η υπόθεση πως οι φωνές  χρησιμεύουν ως ένας αμυντικός μηχανισμός που προστατεύει το άτομο από συναισθήματα που είτε κατακλύζουν το πρόσωπο είτε δεν είναι αποδεκτά. Βρίσκοντας ένα νόημα σε αυτές, μπορεί να καταφέρει να οδηγηθεί στην ανάρρωση και να αφήσει πίσω τον  μονόδρομο των ψυχοφαρμάκων. (2014, Romme, Escher et al.).

Με προσωποκεντρικούς όρους, δίνεται αξία στις φωνές οι οποίες δημιουργούνται από την ασυμφωνία του πραγματικού και ιδανικού εαυτού, με αποτέλεσμα να μαλακώνουν και να γίνονται διαχειρίσιμες οι όποιες στρεβλώσεις. Εξάλλου, πρόδρομος αυτού ου κινήματος μπορεί να θεωρηθεί ο Prouty ο οποίος όπως είδαμε παραπάνω, διαπίστωσε πως οι φαινομενικά παράλογες ιδέες των ψυχωσικών για κείνους είχαν νόημα.

Στο εγχείρημα της Λα Μπορντ, επίσης, ο Felix Guattari  έβαλε στο επίκεντρο τον τρόφιμο του ψυχιατρείου, με θαυμαστά αποτελέσματα. Ο ίδιος, ήταν «στραμμένος προς τον άλλο… Αν σκεφτεί κανείς τη λεγόμενη αποσύνδεση του σχιζοφρενούς, το σκόρπιο και τον κερματισμένο νου.. πρέπει να υπάρχει πολλαπλότητα, ρευστότητα, κινητικότητα και το λιγότερο που μπορεί να κάνει κάποιος, είναι να είναι εκεί, παρών» (Κούκη, 2015:60-65).

 

Συμπεράσματα

Κλείνοντας, θέλω να υπογραμμίσω δύο παραμέτρους που κάνουν δύσκολο το έργο της θεραπευτικής  διαδικασίας και της προσωποκεντρικής συμβουλευτικής κατ’ επέκταση: πρώτον, το πολυδιάστατο του ανθρώπινου οργανισμού  εφόσον έχει βιολογική, ψυχολογική και κοινωνική διάσταση και ότι όλες συνδέονται, και δεύτερον, τα διάφορα συστήματα στα οποία εμπλέκεται καθημερινά ο άνθρωπος και τα οποία συμμετέχουν με τον ένα ή άλλο τρόπο στη δημιουργία της ψυχοπαθολογίας.

Επειδή ακριβώς ο ανθρώπινος οργανισμός είναι τόσο πολύπλοκος και μοναδικός, θα πρέπει ιδανικά να γίνεται όσο το δυνατόν πιο εξατομικευμένη θεραπεία, αλλά και πιο ολιστική αφού ούτε δυο άτομα, ακόμη και με την ίδια διάγνωση, δεν έχουν ακριβώς τις ίδιες ανισορροπίες που προκαλούν τα προβλήματα (Marohn, 2011).  Απαιτείται άμεση συνεργασία γενικών ιατρών, ψυχιάτρων, ψυχολόγων και οποιουδήποτε άλλου ειδικού (ενίοτε και διατροφολόγου σε άτομα που λαμβάνουν αντιψυχωσικά φάρμακα).

Η Προσωποκεντρική Προσέγγιση έχει πολλά να προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο, αλλά υπόκειται και σε περιορισμούς, αφού η ψυχολογική δυσφορία προκαλείται από ένα σύνολο παραγόντων με κοινωνική βάση. Για να ενδυναμωθεί το άτομο θα πρέπει να υπάρχουν τρία στοιχεία : 1)προσωπική ενδυνάμωση,  αυτοεκτίμηση, ανεξαρτησία, 2)κοινοτική ενδυνάμωση, ταυτότητα, υιοθέτηση κοινωνικά επιθυμητών ρόλων και συμμετοχή στην κοινότητα και 3)πρόσβαση σε πόρους όπως εργασία , εισόδημα, κατοικία και εκπαίδευση (Nelson, G., Lord, J., & Ochocka, J. 2001:125-142).

 

References

Καρατζαφέρης, Λ. (2016)  Δημιουργώντας κοινότητες φωνών. Αναπτύσσοντας κοινότητες ανάρρωσης. Τετράδια ψυχιατρικής .«Ακούγοντας φωνές», Το κίνημα των ανθρώπων που ακούνε φωνές, 3, 67-75 Αθήνα: ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις

Κούκη, Ε. (2015) Στην κλινική της Λα Μπορντ. Μια μαρτυρία.Τετράδια ψυχιατρικής :30 Χρόνια Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης, Ημερολόγιο Έφης Σκήρη 1979, 1, 60-65.  Αθήνα: ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις

Μεγαλοοικονόμου, Θ. (2017). Λέρος: Μια ζωντανή αμφισβήτηση της κλασσικής ψυχιατρικής. Αθήνα: Εκδόσεις  Άγρα

Frances, A. (2014). Η διάσωση του φυσιολογικού. DSM-5: Το δριμύ κατηγορώ ενός ψυχιάτρου. Αθήνα. Εκδοτικός Οίκος ΤΡΑΥΛΟΣ.

Freeth, R. (2007). Humanising Psychiatry and Mental Health Care. The challenge of the person-centred approach . United Kingdom: Radcliffe Publishing Ltd.

Grayling, A.C. (2003). The reason of things. Living with philosophy. London: Phoenix

Joseph, St. & Worsley, R. (Ed.) (2005).Person-Centred Psychopathology: A positive Psychology of Mental Health. UK: PCCS Books Ltd

Lambers, E (1994).Person-centred psychopathology. Developing PersonCentred Counselling. London:Sage

Marohn, St. (2011). The natural medicine guide to bipolar disorder: New revised edition. Charlottesville: Hampton Roads Publishing Company, Inc.

Nelson, G., Lord, J., & Ochocka, J. (2001). Empowerment and mental health in community: narratives of psychiatric consumers/survivors. Journal of  Community & Applied Social Psychology, 11 (2), 125-142.

Procter, N., Hamer H.-P., Froggatt, T., Mc Garry, D., & Wilson. R. L. (2014). Mental health. A person-centred approach . Port Melbourne, Australia: Cambridge University Press

Prouty, G. (2002). Pre-Therapy as a theoretical system In: Wyatt, G., Sanders, P. (eds): Rogers’ Therapeutic Conditions: Evolution, theory and practice. Vol.4: Contact and perception. Ross-on-Wye: PCCS Books.

Rogers, C. (1951). Client-Centred Therapy: Its current practice, implications and theory. Boston:Houghton Mifflin

Rogers, C. (1961). A therapist’s view of psychotherapy: On Becoming a person. London: Constable.

Rogers, C. (1995).  A way of being. New York: Mariner Books

Rogers, C. (1959). Νecessary and sufficient conditions of therapeutic personality change. Journal of Consulting psychology, 21, 95-103.

Romme, M., Escher, S., Dillon, J., Corstens, D. (2014) Ζώντας με φωνές :50 ιστορίες ανάρρωσης. Θεσσαλονίκη: Νησίδες.

Sommerbeck, L. (2005). The complementarity between client-centred therapy and psychiatry: the theory and the practice. Person-Centred  Psychopathology: A positive psychology of mental health, 110-127. UK: PCCS Books Ltd.

Warner, M. S. (2001). Empathy, relational depth and difficult client process. Empathy. Ross-on-Wye: PCCS Books Ltd.

Wilkins, P. (2005). Person-centred theory and  “mental illness”. Person-Centred  Psychopathology: A positive psychology of mental health, 43-59. UK: PCCS Books Ltd.